ΕΝΩΠΙΟΝ ΠΑΝΤΟΣ
ΑΡΜΟΔΙΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΑΡΧΗΣ
ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΗΛΩΣΗ –
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ – ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
Της ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ
ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΕΙΔΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ (Π.Ο.Σ.Ε.Ε.Π.Ε.Α),
που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Βερανζέρου 14, 5ος όρ. Τ.Κ.10432, Αθήνα, ως νόμιμα
εκπροσωπείται.
ΠΡΟΣ
- Τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, που εδρεύει στο Αμαρούσιο Αττικής ως νόμιμα εκπροσωπείται.
- Διευθυντή Ειδικής Αγωγής Υ.ΠΑΙ.Θ, κο Λολίτσα
Κοινοποίηση:
- Γραφείο Πρωθυπουργού.
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή (διά της Αντιπροσωπείας αυτής στην Ελλάδα, Βασιλίσσης Σοφίας 2, 106 74 Αθήνα). να
- Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου, Πανεπιστημίου 57, Αθήνα, 105 64
- Υπουργείο Οικονομικών – Δ56, Διεύθυνση Προγραμματισμού και Ελέγχων Προγραμμάτων και έργων που συγχρηµατοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταµείο, Πανεπιστημίου 57, Αθήνα, 105 64.
- Ο.Α.Ε.Δ., που εδρεύει επί της οδού Εθν. Αντιστάσεως αρ. 8, Άλιμος Αττικής ΤΚ 17456, ως νόμιμα εκπροσωπείται.
Ι.
Με αποφάσεις του ο
Ειδικός Γραμματέας Ευρωπαϊκών Πόρων αποφάσισε την ένταξη Πράξεων που αφορούν
στην προώθηση απασχόλησης ανέργων μέσω προγραμμάτων κοινωφελούς χαρακτήρα στο
Επιχειρησιακό Πρόγραμμα "Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση".
Στο πλαίσιο υλοποίησης
των ανωτέρω Πράξεων που αφορούν ειδικότερα στην πρόσληψη ανέργων σε σχολικές
μονάδες και σε Υπηρεσίες του ΥΠΑΙΘ, έχει ήδη εκκινήσει η διαδικασία για την
έκδοση της σχετικής προκήρυξης από τον ΟΑΕΔ,
η οποία και επιβάλλει την συμπλήρωση σχετικού πίνακα με τον καθορισμό της
Υπηρεσίας Τοποθέτησης των ωφελούμενων ανέργων, ανά Επιβλέποντα Φορέα.
Ως Επιβλέποντες Φορείς
για την πρόσληψη ανέργων στην Ειδική Αγωγή έχουν οριστεί οι Περιφερειακές
Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και ως Υπηρεσίες
Τοποθέτησης νοούνται οι σχολικές μονάδες
Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης που υπάγονται στις Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας
Εκπαίδευσης και στις Διευθύνσεις Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και οι
δομές Ειδικής Αγωγής του ΥΠΑΙΘ, όπως τα ΚΕΔΔΥ και οι ΕΔΕΑΥ.
Εκάστη Πράξη προκηρύσσεται στο πλαίσιο του Ν. 4152/2013 (ΦΕΚ107/Α/09-05-2013)
για την κατάρτιση προγράμματος Κοινωφελούς Χαρακτήρα. Έχει ως διακηρυγμένο στόχο
την υποστήριξη και βελτίωση των υπηρεσιών της Α’/θμιας και Β’/θμιας Εκπαίδευσης,
της Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης, καθώς και την παροχή συμβουλευτικών
υπηρεσιών σε μαθητές που οι οικογένειες τους δοκιμάζονται από την οικονομική
κρίση. Παράλληλα, αποσκοπεί στην αποτελεσματική στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών
ομάδων, στην κάλυψη κοινωνικών αναγκών, στην άμεση αντιμετώπιση της ανεργίας
πληθυσμιακών ομάδων, που πλήττονται εξ αιτίας της μακράς ύφεσης που υφίσταται η
ελληνική οικονομία.
Αντικείμενο των πράξεων
– δράσεων θα είναι η πρόσληψη και η απασχόληση προσωπικού διαφόρων ειδικοτήτων
σε σχολικές μονάδες Α’/θμιας και Β’/θμιας εκπαίδευσης (Δημοτικά-Γυμνάσια-Λύκεια),
σε ΣΜΕΑΕ, σε ΚΕΔΔΥ, σε Δομές Ειδικής Αγωγής καθώς και στους Φορείς Επίβλεψης
(Δ/νσεις και Περιφερειακές Δ/νσεις Εκπαίδευσης). Το συνολικό πλήθος των
απασχολούμενων στο Πρόγραμμα ορίζεται ενδεικτικά σε περίπου 7000 άτομα διαφόρων
ειδικοτήτων. Το συγκεκριμένο προσωπικό θα απασχοληθεί για μόλις 6,5 μήνες. Τα τυπικά προσόντα και τα καθήκοντα
του προσωπικού που θα προσληφθεί, θα καθοριστούν από τις αρμόδιες υπηρεσίες του
ΥΠΑΙΘ.
Οι
ως άνω Πράξεις και η συναφής διαδικασία με την εμπλοκή του ΟΑΕΔ είναι προδήλως
αντίθετη προς τη νομιμότητα (σύνταγμα, κοινοτικό δίκαιο) και τούτο ιδίως για
τους ακόλουθους λόγους.
ΙΙ.
Σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος
η διδασκαλία είναι ελεύθερη και η ανάπτυξη και η προαγωγή της αποτελεί
υποχρέωση του Κράτους. Η παιδεία
αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των
Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή
τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. Τα έτη υποχρεωτικής φοίτησης δεν
μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα. Όλοι
οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα
κρατικά εκπαιδευτήρια.
Σύμφωνα
επίσης με το Άρθρο 2 της Ενοποιημένης
Συνθήκης για την ΕΕ: «Η Ένωση βασίζεται στις αξίες του σεβασμού της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του
κράτους δικαίου, καθώς και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων,
συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν σε μειονότητες. Οι
αξίες αυτές είναι κοινές στα κράτη μέλη εντός κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από
τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή, τη δικαιοσύνη, την
αλληλεγγύη και την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών».
Σύμφωνα
με το Άρθρο 165 της ΣΕΚ (πρώην άρθρο 149) - C 83/120 EL Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής
Ένωσης, 30.3.2010): 1. Η
Ένωση συμβάλλει στην ανάπτυξη παιδείας υψηλού επιπέδου, ενθαρρύνοντας τη συνεργασία μεταξύ κρατών
μελών και, αν αυτό απαιτείται, υποστηρίζοντας και συμπληρώνοντας τη δράση
τους, σεβόμενη ταυτόχρονα πλήρως την αρμοδιότητα των κρατών μελών για το
περιεχόμενο της διδασκαλίας και την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος,
καθώς και την πολιτιστική και γλωσσική τους πολυμορφία. Η Ένωση συμβάλλει στην
προώθηση των ευρωπαϊκών επιδιώξεων στον χώρο του αθλητισμού, λαμβάνοντας υπόψη παράλληλα τις
ιδιαιτερότητές του, τις δομές του που
βασίζονται στον εθελοντισμό καθώς και τον κοινωνικό και εκπαιδευτικό του ρόλο».
Το άρθρο 16 παρ. 4 και οι ως άνω διατάξεις θεμελιώνουν συνεπώς εκ της σαφούς
διατύπωσης τους ένα γνήσιο υποκειμενικό δικαίωμα εξοπλισμένο με αγώγιμη αξίωση
(κάτι που δέχεται αντίστοιχα και το Conseil d’ Etat, CE 27.4.1987, RFDA 1989.153).
To επίπεδο παρεχόμενης παιδείας πρέπει σε
κάθε περίπτωση να είναι επαρκές και κατάλληλο και να παρέχεται ισότιμα σε όλους. Τούτο έχει δεχθεί και το Ομοσπονδιακό
Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας [BVerfGE 33, 303 (331)], σύμφωνα με το οποίο η
συνταγματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στον τομέα της εκπαίδευσης
δεν μπορεί να περιορίζεται στην προστασία κατά των κρατικών επεμβάσεων, γιατί
το δικαίωμα θα έμενε χωρίς αξία χωρίς την πραγματική ικανότητα να γίνει χρήση
του και επομένως το δικαίωμα κάθε πολίτη να ακολουθεί ένα εκπαιδευτικό
πρόγραμμα, εφόσον έχει τη θέληση και την ικανότητα προς τούτο, δεν επαφίεται
στην διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη.
Χαρακτηριστική είναι προς την
κατεύθυνση αυτή και η νομολογία του Ανωτάτου
Δικαστηρίου της Πολιτείας του Οχάιο των
ΗΠΑ το οποίο θεώρησε αντισυνταγματικό το σύστημα χρηματοδότησης της
εκπαίδευσης στην Πολιτεία λόγω των ανεπαρκών κονδυλίων που το Κράτος διέθετε
προς το σκοπό αυτό (De
Rolph v. State 677, NE 733).
Συνεπώς η έλλειψη σταθερών καθηγητών
ενός κλάδου σε κάποιο σχολείο θα πρέπει να θεωρείται όχι απλώς παράνομη αλλά
ευθέως αντισυνταγματική κατάσταση η ανόρθωση της οποίας μπορεί να αποτελέσει
αντικείμενο διοικητικής δίκης.
Κατ’ ορθή κρίση ο στενότερος πυρήνας των κοινωνικών δικαιωμάτων (συμπεριλαμβανομένου
και του δικαιώματος στην εκπαίδευση) πρέπει να θεωρηθεί ότι παρέχει άμεση
και απόλυτη προστασία και κατοχυρώνει και υποκειμενικό δικαίωμα
(Minimalrechte). O ευρύτερος πυρήνας περιλαμβάνει τις κατευθυντήριες
θεμελιώδεις αρχές που δεσμεύουν το κράτος. Τα δύο αυτά στοιχεία συνυπάρχουν με
την μορφή μιας αρνητικής υποχρέωσης του νομοθέτη για μη ανάκληση ενός ήδη
διαμορφωμένου δικαιώματος. Ο νομοθέτης είναι φυσικά ελεύθερος να προβαίνει σε
ρυθμιστικές επεμβάσεις, εφόσον όμως δεν κωλύει ουσιωδώς την άσκηση του
δικαιώματος.
Στη δικαστική κρίση εναπόκειται βάσει
σαφούς συνταγματικής επιταγής να ελέγξει κατά πόσον η παράλειψη της Διοίκησης
να εξειδικεύσει και να εφαρμόσει κάποιο θεμελιώδες δικαίωμα είναι συνταγματικά
ανεκτή ανεξάρτητα από το μέγεθος της οικονομικής δαπάνης μπορεί να επιβαρύνει
το Κράτος (πρβλ. ΣτΕ 1513/1995).
Η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου ρητώς αναγνωρισμένη από το Ελληνικό
Σύνταγμα επιβάλλει την πραγμάτωση της αξιοκρατίας
καθώς δεν προστατεύει απλώς τυπικά το δικαίωμα στην ισότιμη μεταχείριση, αλλά επιβάλλει δεσμευτικά και τη δημιουργία
συνθηκών που θα προάγουν την ισότητα ευκαιριών για κάθε έλληνα πολίτη.
Η αρχή της αξιοκρατίας ειδικότερα υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσια
αξιώματα και θέσεις γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία
και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (Σ.Ε. 624, 2840,
4062/1990, 2781/1991, 3675/1996, 5094/1996 κ.ά.).
Η αρχή της αξιοκρατίας εξειδικεύεται κατά την
κρατούσα γνώμη σε τρεις διακριτές και αλληλοσυμπληρούμενες αρχές: i) την αρχή της καταλληλόλητας (Eignung i.e.S.), η οποία προσδιορίζεται ως το
σύνολο των προσωπικών σωματικών, ψυχικών και πνευματικών χαρακτηριστικών που
διασφαλίζουν την επάρκεια του υποψηφίου για εκπλήρωση των υπηρεσιακών του
υποχρεώσεων. ii) την αρχή της ικανότητας (Befaehigung) η οποία
εξαρτάται και προσδιορίζεται από την εκπαίδευση (πτυχία, τίτλοι σπουδών, τίτλοι
γνωσσομάθειας), τις γενικότερες και εξειδικευμένες γνώσεις γύρω από το
αντικείμενο της θέσης και iii) την αρχή της επίδοσης στην πράξη (fachliche Leistung) η οποία συνάπτεται κυρίως
με την υπηρεσιακή εξέλιξη του υπαλλήλου και κρίνεται με βάση την καθημερινή
πρακτική επίδοση του υπαλλήλου.
Η αρχή
της δικαιολογημένης – προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου που
κατοχυρώνεται συνταγματικά από τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 1 παρ. 3,
4-25, 26, 87, 93, 94 και 95 Συντάγματος, συνάγεται από την αρχή του κοινωνικού
Κράτους Δικαίου και υποχρεώνει τον κοινό νομοθέτη στην τήρηση των δεσμεύσεων
που έχει αναλάβει. Εξάλλου, η εν λόγω αρχή αναγνωρίζεται και από το ΔΕΚ (R.
KOVAR CLUNET, 1977), έχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο υπερσυνταγματική ισχύ. Συνεπώς
δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση των οποίων οι
επιλογές υπόκεινται στο δικαστικό έλεγχο και από την άποψη της τηρήσεως αυτής
(βλ. ενδεικτικά 703/1990 Π.Ε. ΣτΕ, 805/1987, 2261/1984, 247/1980). Συναφώς τα
διοικητικά όργανα πρέπει ενεργούν ενιαία κατά τέτοιο τρόπο ώστε οι πράξεις τους
και η εν γένει συμπεριφορά τους να μην αντιφάσκουν μεταξύ τους (non venire
contra factum proprium) πολλώ μάλλον όταν θίγονται από αυτές ατομικά δικαιώματα
διοικουμένων.
Η αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας σε συνδυασμό με την αρχή της
αναλογικότητας, κατοχυρώνουν το δικαίωμα εκάστου στην ακώλυτη ανάπτυξη της
προσωπικότητάς του χωρίς απρόσφορους, αυθαίρετους ή δυσανάλογους (υπό την
έννοια του υπέρμετρου που καταλήγει σε άρνηση) περιορισμούς και διακρίσεις.
Ειδικότερα σύμφωνα με το Άρθρο 5 του Συντάγματος καθένας έχει δικαίωμα να
αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική,
οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των
άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη.
Κατά πάγια νομολογία του ΣτΕ (πρβλ. ΣτΕ
339/1984, 2112/84 κ.ά.), με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η
προσωπική και οικονομική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα. Ειδικότερη δε εκδήλωση
αυτής της ελευθερίας αποτελεί η επαγγελματική
ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος,
ως αναγκαίου στοιχείου της προσωπικότητας του ατόμου. Στην ελευθερία αυτή
μπορεί ο νόμος να επιβάλει περιορισμούς, αναφερόμενους στην άσκηση ορισμένου
επαγγέλματος. Οι τασσόμενοι όμως από το νόμο όροι και προϋποθέσεις επιλογής και
ασκήσεως του επαγγέλματος είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί, εφόσον ορίζονται
γενικώς, κατά τρόπο αντικειμενικό, και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους
δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση πρέπει να
ευρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης
επαγγελματικής δραστηριότητος.
Τέλος, σύμφωνα με το Ν. 3699/2008: Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση
ατόμων με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες: Άρθρο 1 Έννοιες –
Σκοπός 1. Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση
(ΕΑΕ) είναι το σύνολο των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών στους μαθητές με
αναπηρία και διαπιστωμένες ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή στους μαθητές με
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Η πολιτεία
δεσμεύεται να κατοχυρώνει και να αναβαθμίζει διαρκώς τον υποχρεωτικό χαρακτήρα
της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης ως αναπόσπαστο μέρος της υποχρεωτικής και
δωρεάν δημόσιας παιδείας και να μεριμνά για την παροχή δωρεάν δημόσιας ειδικής
αγωγής και εκπαίδευσης στους αναπήρους όλων των ηλικιών και για όλα τα στάδια
και τις εκπαιδευτικές βαθμίδες. Άρθρο 2 Οργάνωση και στόχοι της ΕΑΕ (…) 3.
Στις Σχολικές μονάδες Ειδικής Αγωγής και Εκπαίδευσης (ΣΜΕΑΕ) και κατά τη
συνεκπαίδευση στα γενικά σχολεία, εφαρμόζονται ειδικά εκπαιδευτικά προγράμματα, ανάλογα με τις αναπηρίες και τις
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες των μαθητών, για
όσο χρονικό διάστημα είναι αναγκαίο ή και για ολόκληρη τη διάρκεια της
σχολικής ζωής τους. Προγράμματα συστηματικής παρέμβασης όπως εργοθεραπεία,
λογοθεραπεία, φυσιοθεραπεία και κάθε άλλη υπηρεσία που στηρίζει την ισότιμη
μεταχείριση των μαθητών, αξιολόγηση και παιδαγωγική και ψυχολογική υποστήριξη,
παρέχονται κατά κύριο λόγο μέσα από τις ΣΜΕΑΕ και επικουρικά από τα ΚΕΔΔΥ. (…)
5. Η ΕΑΕ επιδιώκει ιδίως :α) την ολόπλευρη και αρμονική ανάπτυξη της
προσωπικότητας των μαθητών με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, β) τη
βελτίωση και αξιοποίηση των δυνατοτήτων και δεξιοτήτων τους, ώστε να καταστεί
δυνατή η ένταξη ή η επανένταξη τους στο γενικό σχολείο, όπου και όταν αυτό
είναι δυνατόν (…) 6. Οι ανωτέρω στόχοι επιτυγχάνονται με: α) την έγκαιρη
ιατρική διάγνωση, β) τη διάγνωση και αξιολόγηση των ειδικών εκπαιδευτικών
αναγκών τους στα ΚΕΔΔΥ και στα δημόσια Ιατροπαιδαγωγικά Κέντρα (ΙΠΔ), γ) τη
συστηματική παρέμβαση που πραγματοποιείται από την προσχολική ηλικία στις κατά
τόπους ΣΜΕΑΕ, με τη δημιουργία τμημάτων Πρώιμης Παρέμβασης (ΠΠ),δ) την εφαρμογή
ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και προγραμμάτων αποκατάστασης, την προσαρμογή
του εκπαιδευτικού και διδακτικού υλικού, τη χρησιμοποίηση ειδικού εξοπλισμού
συμπεριλαμβανομένου του ηλεκτρονικού εξοπλισμού και του λογισμικού και την
παροχή κάθε είδους διευκολύνσεων και εργονομικών διευθετήσεων από τις ΣΜΕΑΕ και
τα ΚΕΔΔΥ. (…) Άρθρο 8 Σχολικές μονάδες 1. Ως ΣΜΕΑΕ ορίζονται: α) Για την
πρωτοβάθμια εκπαίδευση: αα) τα νηπιαγωγεία ΕΑΕ και τμήματα πρώιμης παρέμβασης
που λειτουργούν εντός των νηπιαγωγείων ΕΑΕ, για μαθητές μέχρι το έβδομο (7ο)
έτος της ηλικίας τους και ββ) τα δημοτικά σχολεία ΕΑΕ για μαθητές μέχρι το
δέκατο τέταρτο (14ο) έτος της ηλικίας τους, τα οποία λειτουργούν με μία
προκαταρκτική τάξη και με τις τάξεις Α`, Β`, Γ`, Δ,` Ε` και ΣΤ`. Παράταση της
Φοίτησης μπορεί να γίνει μέχρι το δέκατο πέμπτο (15ο) έτος της ηλικίας των μαθητών,
μετά από εισήγηση του οικείου ΚΕΔΔΥ. β) Για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση:αα) Τα
γυμνάσια ΕΑΕ για μαθητές μέχρι το δέκατο ένατο (19ο) έτος της ηλικίας τους. Τα
γυμνάσια ΕΑΕ περιλαμβάνουν την προκαταρκτική τάξη και τρεις επόμενες τάξεις Α`,
Β` και Γ`. Μαθητές απόφοιτοι δημοτικού σχολείου με αναπηρία και ειδικές
εκπαιδευτικές ανάγκες, μπορεί να εγγράφονται απευθείας στην Α` τάξη του
γυμνασίου ΕΑΕ, ύστερα από αξιολόγηση που πραγματοποιείται από το οικείο ΚΕΔΔΥ.
ββ) "Τα λύκεια ΕΑΕ, που περιλαμβάνουν την προκαταρκτική τάξη και τρεις
επόμενες τάξεις Α`, Β` και Γ`. Μαθητές απόφοιτοι γυμνασίου με αναπηρία και
ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες μπορεί να εγγράφονται απευθείας στην Α` τάξη του
λυκείου ΕΑΕ, ύστερα από Αξιολόγηση που πραγματοποιείται από το οικείο ΚΕ.Δ.Δ.Υ."
(Η υποπερ.ββ΄αντικαταστάθηκε ως άνω με την παρ.2β άρθρου 56 Ν.3966/2011,ΦΕΚ Α
118/24.5.2011.) (…) δδ) Τα Εργαστήρια Ειδικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και
Κατάρτισης (ΕΕΕΕΚ), στα οποία η Φοίτηση διαρκεί από πέντε μέχρι οκτώ χρόνια. Σε
αυτά εγγράφονται απόφοιτοι δημοτικών σχολείων γενικής ή ειδικής εκπαίδευσης,
ύστερα από πρόταση των διαγνωστικών υπηρεσιών, καλύπτοντας την υποχρεωτικότητα
της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Πρώτη εγγραφή στα ΕΕΕΕΚ γίνεται μέχρι και το
δέκατο έκτο (16ο) έτος της ηλικίας. Σε περιοχές που δεν έχουν ιδρυθεί ή δεν
λειτουργούν ΕΕΕΕΚ, η πρώτη εγγραφή μπορεί να γίνει και έως το εικοστό (20ό)
έτος. Τα ΕΕΕΕΚ υπάγονται στη δευτεροβάθμια επαγγελματική εκπαίδευση. Στα ΕΕΕΕΚ
μπορούν να διδάσκουν και εκπαιδευτικοί ΕΑΕ κλάδου δασκάλων (ΠΕ 70 και ΠΕ 71)
και εκπαιδευτικοί ενηλίκων ΠΕ 72 με απόσπαση, όταν οι ανάγκες της υπηρεσίας το
επιτρέπουν ή με οργανική θέση που συστήνεται για το σκοπό αυτόν. (…) Άρθρο 17 Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό 1. Για τη
στελέχωση των ΚΕΔΔΥ και των ΣΜΕΑΕ προβλέπεται ΕΕΠ. Η άσκηση των καθηκόντων
τους δύναται να επεκτείνεται και στους μαθητές των συστεγαζόμενων ή γειτονικών
ΣΜΕΑΕ, όταν δεν υπάρχουν αντίστοιχες ειδικότητες και εφόσον έχουν καλυφθεί οι
ανάγκες των σχολείων στα οποία υπηρετούν. … Άρθρο 20 - Τυπικά προσόντα 1. Τα
ειδικά Τυπικά προσόντα ένταξης στον εισαγωγικό βαθμό των συνιστώμενων κλάδων
εκπαιδευτικών ΕΑΕ του προηγούμενου άρθρου ορίζονται ως εξής ( …) Άρθρο 22 - Αναπληρωτές εκπαιδευτικοί ΕΑΕ 1. Εφόσον
υπάρχουν ανάγκες που δεν καλύπτονται με μετάθεση, διορισμό, απόσπαση ή
συμπλήρωση ωραρίου, προσλαμβάνονται κατά σειρά αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι
εκπαιδευτικοί ΕΑΕ, οι οποίοι διαθέτουν: α) Τα προσόντα τοποθέτησης σε ΣΜΕΑΕ, με μετάθεση ή διορισμό.(…) γ) Έχουν
μόνιμη αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και εφόσον
αυτή δεν οφείλεται σε θέματα ψυχικής υγείας. Διαπιστώνεται από πρωτοβάθμια ή
δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, η οποία επιβεβαιώνει ότι κρίνονται ικανοί
για την εκτέλεση των καθηκόντων τους ως εκπαιδευτικοί. (…) δ) Έχουν προϋπηρεσία μεγαλύτερη του ενός
διδακτικού έτους, η οποία αποκτήθηκε από πρόσληψη στην ΕΑΕ μέσω του ενιαίου πίνακα αναπληρωτών γενικής
εκπαίδευσης, εφόσον δεν καλύπτονται οι θέσεις με εκπαιδευτικούς με τα προσόντα
α) έως γ). Αυτοί κατατάσσονται τελευταίοι στον ενιαίο πίνακα αναπληρωτών
εκπαιδευτικών ΕΑΕ. Σε περίπτωση εξάντλησης των πινάκων και εφόσον εξακολουθούν
να υπάρχουν κενές θέσεις, αυτές καλύπτονται από τον ενιαίο πίνακα αναπληρωτών
γενικής εκπαίδευσης. … 2. Για την πρόσληψη αναπληρωτών ή ωρομισθίων
εκπαιδευτικών ΕΑΕ συντάσσονται δυο
πίνακες υποψήφιων εκπαιδευτικών ΕΑΕ στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου
Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ο πίνακας Α` με υποψήφιους αναπληρωτές
εκπαιδευτικούς με αναπηρία τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%), στον οποίο
προηγούνται όσοι έχουν επιπλέον Τυπικά προσόντα τοποθέτησης στην ΕΑΕ και ο
Πίνακας Β` με τους εκπαιδευτικούς που έχουν τα Τυπικά προσόντα τοποθέτησης σε
ΣΜΕΑΕ. Από τον Πίνακα Α` προσλαμβάνεται ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) επί του
συνόλου των προσλήψεων από κάθε κλάδο και η τοποθέτηση τους γίνεται κατά το
δυνατόν, σε αντίστοιχες με την αναπηρία Σχολικές μονάδες σε ποσοστό που δεν
υπερβαίνει το είκοσι τοις εκατό (20%) των υπηρετούντων εκπαιδευτικών σε αυτές.
… Άρθρο 34 - Εξουσιοδοτικές διατάξεις 1. Με
προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών,
Οικονομίας και Οικονομικών και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από εισήγηση του Τμήματος ΕΑΕ του
Παιδαγωγικού Ινστιτούτου: (…) β) Καθορίζονται ή τροποποιούνται: αα) οι
κλάδοι και οι θέσεις εκπαιδευτικών ΕΑΕ, ΕΕΠ και ΕΒΠ, ββ) τα Τυπικά προσόντα
διορισμού, τα μοριοδοτούμενα κριτήρια πρόσληψης, οι προϋποθέσεις και η
διαδικασία πρόσληψης, η υπηρεσιακή κατάσταση και κάθε άλλη λεπτομέρεια που
αφορά το ΕΠ, το ΕΕΠ και το ΕΒΠ και γγ) οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια και η
διαδικασία των μεταθέσεων του ΕΠ, του ΕΕΠ και του ΕΒΠ.
ΙΙΙ.
Εν προκειμένω η ενδεχόμενη
πρόσληψη υποψηφίων υπό την ιδιότητά τους ιδίως ως άνεργων με βάση προκήρυξη
μέσω ΟΑΕΔ για την κάλυψη πάγιων
αναγκών της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης:
α) Δεν διασφαλίζει την άρτια και σε σταθερές βάσεις
επιβαλλόμενη οργάνωση, ούτε την ορθή
και αποτελεσματική υπέρ κυρίως των
μαθητών λειτουργία των υπηρεσιών της
εκπαίδευσης στον ευαίσθητο χώρο της ειδικής αγωγής κατά κατάφωρη παραβίαση του
άρθρου 16 του Συντάγματος και των ως
άνω αναφερόμενων κοινοτικών κανόνων
δικαίου.
β) Παραβιάζει κάθε έννοια ισότητας, αξιοκρατίας και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εισάγοντας ένα διακριτικό
και απρόσφορο κριτήριο πρόσβασης στη
δημόσια εκπαίδευση, ήτοι αυτό της προηγούμενης ανεργίας.
γ) Καταστρατηγεί και δυναμιτίζει
το υπάρχον σύστημα των ειδικών εκπαιδευτικών νόμων και βάλλει ευθέως τη
δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και το συνταγματικό δικαίωμα της επαγγελματικής ελευθερίας ιδίως των αναπληρωτών ειδικής αγωγής.
δ) Αποκλείονται, de facto λόγω πρόκρισης των ανέργων, εκπαιδευτικοί
με πολυετή υπηρεσία και πείρα από θέσεις ευθύνης, βλαπτομένου
κατάφωρα του αληθούς δημοσίου συμφέροντος και παραβιαζομένης και της συνταγματικής αρχής της αποδοτικότητας των δημοσίων υπηρεσιών (βλ.
ΣτΕ 3554/1991, Τάχου – Συμεωνίδη, ΕρμΥΚ, σελ. 50, 2η εκδοση).
ε) Αντιστρατεύεται την πάγια νομολογία του ΣτΕ περί
απαγόρευσης οιασδήποτε συμμετοχής άλλων διοικητικών φορέων εκτός των Υπηρεσιών
του καθ’ ύλην αρμοδίου Υπουργείου (Παιδείας) στα ζητήματα της πρόσληψης
εκπαιδευτικών και στελέχωσης των σχολικών μονάδων.
στ) Η ένταξη του οικείου
προγράμματος είναι προδήλως παράνομη ως ασύμβατη και ασυνεπής προς τους
νόμιμους στόχους των οικείων αξόνων προτεραιότητας, δηλαδή το ελληνικό κράτος
προδήλως παρανομεί και έρχεται σε αντίθεση προς το θεσμικό κανονιστικό
κοινοτικό πλαίσιο και τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι της ΕΕ.
ΙV.
Στο άρθρο 103 του Συντάγματος
ορίζονται τα εξής: «1. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του
Κράτους και υπηρετούν το Λαό, οφείλουν πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην
πατρίδα. Τα προσόντα και ο τρόπος του διορισμού τους ορίζονται από το νόμο. 2.
Κανένας δεν μπορεί να διορισθεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι
νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να
καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες
ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση
ιδιωτικού δικαίου. 3. […] 6. […].
Περαιτέρω, με το από 6.4.2001
Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής (Α΄ 84/17.4.2001) συμπληρώθηκε το άρθρο 103
του Συντάγματος, με τις παραγράφους δε 7 και 8 ορίσθηκαν τα εξής: «7. Η
πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός
καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με
διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια
και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. […] 8. Νόμος
ορίζει τους όρους, και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού
δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε
φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο
πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών
αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα
καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου.
Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο
εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της
παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου».
Όπως έχει ήδη γίνει δεκτό (βλ. Σ.τ.Ε.
1256/2006 7μ. κ.ά.), ο αναθεωρητικός νομοθέτης προσέθεσε στο άρθρο 103 την
ανωτέρω διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 8, η οποία απαγορεύει την
μονιμοποίηση και την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε
συμβάσεις αορίστου χρόνου, προκειμένου να αποτρέψει την συνέχιση μιας συνήθους
πρακτικής του παρελθόντος, η οποία συνίστατο στην πρόσληψη προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου για την
κάλυψη, τύποις, απρόβλεπτων ή επειγουσών ή παροδικών αναγκών (κατά τις
διατάξεις των άρθρων 103 παρ. 2 του Συντάγματος και 56 έως 82 του Π.Δ.
410/1988, Α’ 191), στην εκ των υστέρων διαπίστωση ότι οι ανάγκες αυτές είναι
πάγιες και διαρκείς και, τελικά, στην «τακτοποίηση» του προσληφθέντος κατά τα
ως άνω με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου προσωπικού δια της συστάσεως
οργανικών θέσεων για την κάλυψη των εν λόγω παγίων και διαρκών αναγκών και δια
της πληρώσεως των οργανικών αυτών θέσεων από το ίδιο προσωπικό, είτε με τον
διορισμό του ως μόνιμου δημοσιοϋπαλληλικού είτε με την μετατροπή των συμβάσεων
εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, κατ’ αποκλεισμό όλων
των λοιπών ενδιαφερομένων που θα ηδύναντο να διεκδικήσουν τις θέσεις αυτές
βάσει των παγίων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.
Εξ άλλου, για την αποτροπή της
κατάχρησης της μισθωτής εργασίας που προκαλείται από την χρησιμοποίηση ψευδεπίγραφων
συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και δη σε συμμόρφωση, καθ’ όσον
αφορά το Δημόσιο και τα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, με τις ρήτρες 2
και 5 της από 18.3.1999 συμφωνίας πλαισίου των διεπαγγελματικών οργανώσεων
γενικού χαρακτήρα CES, UNICE και CEEP που ενσωματώθηκε στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ
του Συμβουλίου, εκδόθηκε το π.δ. 164/2004 στα άρθρα 5 και 6. Με τις ανωτέρω
διατάξεις σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ιδίου π.δ/τος που
προβλέπουν τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των όσων ορίζονται στα άρθρα 5
και 6, όπως έχουν ερμηνευθεί (βλ. Σ.τ.Ε. 1256/2006 7μ.), προσαρμόσθηκε, από
19.7.2004, η ελληνική νομοθεσία στο κοινοτικό δίκαιο, καθ’ όσον αφορά την λήψη
μέτρων για την αποτροπή της κατάχρησης της μισθωτής εργασίας που είναι δυνατόν
να προκαλείται σε περιπτώσεις χρησιμοποίησης, από το Δημόσιο και τα άλλα νομικά
πρόσωπα του δημόσιου τομέα, ψευδεπίγραφων συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου,
ενώ καλύπτονται πάγιες ανάγκες.
Περαιτέρω, από την
προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 του π.δ/τος 164/2004 συνάγεται ότι ο
εθνικός νομοθέτης εξαίρεσε από τους περιορισμούς στη σύναψη διαδοχικών
συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που έθεσε με τις διατάξεις των άρθρων 5
και 6 παρ. 1 του διατάγματος αυτού, τις περιπτώσεις των ειδικών, από τη φύση
και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την
κειμένη νομοθεσία, η εξαίρεση δε αυτή περιλαμβάνει όχι μόνο τις ενδεικτικώς
αναφερόμενες στο άρθρο 6 παρ. 2 του π.δ/τος 164/2004 κατηγορίες εργαζομένων στο
Δημόσιο και στα άλλα νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα, αλλά και τους
εργαζόμενους που προσλαμβάνονται από το Δημόσιο με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου
ορισμένου χρόνου κατ’ εφαρμογήν και άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας,
όταν τούτο δικαιολογείται αντικειμενικώς
από τη φύση και το είδος της παρεχομένης εργασίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1256/2006
7μ).
Εν
προκειμένω όμως δεν δικαιολογείται και αντιστρατεύεται κάθε έννοια
συνταγματικότητας και νομιμότητας, να υπάρχουν λειτουργικά κενά, δηλαδή πάγιες
και διαρκείς ανάγκες, και να επιχειρείται να καλυφθούν με μια νέα γενιά stage.
Δεν
δικαιολογείται λοιπόν αντικειμενικώς από
τη φύση και το είδος της παρεχομένης εργασίας η πρόσληψη, έστω και με μία
σύμβαση, εργαζομένων, για δήθεν απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, ενώ στην
πραγματικότητα αυτοί θα κληθούν μέσω ΟΑΕΔ να καλύψουν πραγματικές και
ανελαστικές ανάγκες.
Εξάλλου
πως άραγε θα αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία οι δικαιούχοι, όταν δεν υπάρχουν καν
υπάλληλοι (μόνιμοι ή αναπληρωτές) να τους καταρτίσουν;;;
V.
Επειδή όπως είναι σαφές από τα παραπάνω η ελληνική πολιτεία
επιδιώκει την πρόσληψη προσωπικού με μειωμένη
διάρκεια σύμβασης σε σχέση με την διάρκεια του σχολικού έτους, μειωμένη αμοιβή σε σχέση με το υπάρχον
προσωπικό και βέβαια με μειωμένα
προσόντα σε σχέση με το απασχολούμενο μέχρι σήμερα προσωπικό.
Επειδή δεν συντρέχουν καν οι προϋποθέσεις
ώστε να λειτουργήσει επαρκώς και με αποτελεσματικότητα οιοδήποτε πρόγραμμα
απόκτησης οιονεί εργασιακής εμπειρίας, το οποίο θα ήταν εφικτό μόνο υπό την
προϋπόθεση της πλήρους στελέχωσης και λειτουργίας της διαγνωστικής και
υποστηρικτικής υπηρεσίας του σχολείου ένταξης των συμμετεχόντων. Αντίθετα
σήμερα είναι γνωστό στο Υπουργείο Παιδείας, κάτι που έχουμε και εμείς ως
Ομοσπονδία πολλάκις προφορικά και εγγράφως καταγγείλει, ότι δηλαδή υφίσταται
πληθώρα λειτουργικών κενών, ώστε εν τοις πράγμασι να καθίσταται αδύνατη η
απόκτηση οιασδήποτε εμπειρίας.
Επειδή η απόπειρα αυτή και οι εκδοθείσες
ήδη ή εκδοθησόμενες διοικητικές κανονιστικές και ατομικές πράξεις είναι ή θα
είναι σαφώς αντίθετες προς συνταγματικές, υπερνομοθετικές και κοινοτικές
διατάξεις και αρχές, η όλη δε ακολουθούμενη στρατηγική αντιβαίνει και καταστρατηγεί
την ίδια τη φύση και το σκοπό των επιχειρησιακών προγραμμάτων που συγχρηματοδοτούνται
από το ΕΚΤ καθώς οι οικείες πράξεις εντάσσονται σε άξονες χωρίς να πληρούνται οι
τασσόμενες προϋποθέσεις.
ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Και
με ρητή επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματός μας ενώπιον πάσης αρμοδίας εθνικής
και κοινοτικής δικαστικής και διοικητικής αρχής
ΖΗΤΟΥΜΕ
Την
άμεση ανάκληση απάντων των έως σήμερα παρανόμως εκδοθησομένων πράξεων όπως και
τη μη έκδοση και εκτέλεση (εφεξής) κάθε παράνομης, κατά ανωτέρω αναλυτικά
διαλαμβανόμενα, πράξης συναφούς προς τη διαδικασία προκήρυξης μέσω ΟΑΕΔ πρόσληψης
ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού στον χώρο της ειδικής αγωγής.
Αθήνα,
20.11.2013
Για το Δ.Σ.
Ο Πρόεδρος Ο Γ. Γραμματέας
Στ. Καρπενησιώτης Δ. Αρβανίτης
Η
πληρεξούσια Δικηγόρος
ΟΛΓΑ
ΣΥΡΡΟΘΑΝΑΣΗ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ (ΑΜ/ΔΣΑ 24506)
Δ.Ν., LL.M.
Παν/μου Heidelberg Γερμανίας
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ 32 –
ΑΘΗΝΑ 10673
Τηλ.: 2103608504,
2103643637, 6944715401
Web: www.syrothanasi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου