Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2013

Νέο Λύκειο: βελτιώνοντας ένα λάθος σύστημα


Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου*
 
Υπάρχουν δύο οπτικές γωνίες από τις οποίες μπορούν να αξιολογηθούν οι αλλαγές που εισηγείται το υπουργείο Παιδείας για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Η πρώτη είναι αυτή του εκσυγχρονισμού και εν τέλει της βελτίωσης του υπάρχοντος συστήματος. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, ασφαλώς και τα νέα για τη συγκεκριμένη νομοθετική παρέμβαση του υπουργείου Παιδείας είναι καλά. Ο επανασχεδιασμός των επιστημονικών πεδίων καθώς και των μαθημάτων που εντάσσονται σ’ αυτά, η δημιουργία τράπεζας θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας και η επιλογή κατά 50% των θεμάτων των εξετάσεων των τριών τάξεων του Λυκείου από αυτήν, η μείωση κατά δύο των εξεταζόμενων μαθημάτων για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η προσμέτρηση στον τελικό βαθμό πρόσβασης των επιμέρους βαθμών και των τριών τάξεων του Λυκείου και η ίδρυση Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων βρίσκονται χωρίς αμφιβολία στην κατεύθυνση της βελτίωσης του σημερινού συστήματος. Η ακολουθούμενη μέθοδος άλλωστε, αυτή της επιλογής των καλύτερων στοιχείων από τα συστήματα που έχουν εφαρμοστεί και δοκιμαστεί στο παρελθόν, είναι η πλέον ασφαλής, καθώς ενέχει ελάχιστους κινδύνους για όσους την επιλέγουν.
 
Αυτό που φαίνεται όμως να είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της συγκεκριμένης αλλαγής, ότι εξυπηρετεί δηλαδή καλύτερα τους στόχους του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος, αυτό συμβαίνει να είναι τελικά και το μεγάλο της μειονέκτημα. Γιατί το μεγάλο πρόβλημα της εκπαίδευσης σήμερα δεν είναι τεχνικό, ούτε διαδικαστικό, καθώς έχει ελάχιστη σχέση με τις δυσλειτουργίες του υπάρχοντος συστήματος. Το μεγάλο πρόβλημα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και του συστήματος εισαγωγής στα Πανεπιστήμια είναι ακριβώς ότι η ακολουθούμενη κατεύθυνση δεν εξυπηρετεί τους θεμελιώδεις στόχους της Παιδείας. Αφού, όπως εκ του αποτελέσματος προκύπτει, δεν συμβάλλει στον μεγάλο στόχο της μόρφωσης της νέας γενιάς, με την έννοια της διεύρυνσης των οριζόντων του νου και της εμβάθυνσης των αποθεμάτων της ψυχής των νέων. Και συνεπώς το υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα, όπως η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων του φανερώνει, δεν συμβάλλει ούτε στην προετοιμασία χρήσιμων κοινωνικά και ενάρετων πολιτών ούτε όμως και στη διαμόρφωση δημιουργικών, ελεύθερα σκεπτόμενων και εν τέλει ευτυχισμένων ανθρώπων. Επιπλέον, το σημερινό σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση δεν εγγυάται ούτε την επιλογή των πλέον κατάλληλων και ικανών φοιτητών, ανάλογα με τις εξειδικευμένες γνωστικές ανάγκες των σχολών και των τμημάτων των Πανεπιστημίων, αφού η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι η μόνη χώρα στον πολιτισμένο κόσμο, όπου τα κριτήρια εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση δεν καθορίζονται από τις σχολές προορισμού και η τελική επιλογή των σπουδαστών δεν γίνεται από τα ίδια τα Πανεπιστήμια.
 
Πρώτο μεγάλο μειονέκτημα του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος είναι η σύνδεση του Λυκείου με την εισαγωγή στα ιδρύματα της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Οσο καλό, λειτουργικό και δίκαιο και αν είναι το σύστημα της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, αν δεν αυτονομηθεί από τις διαδικασίες εισαγωγής στην επόμενη βαθμίδα, δεν θα μπορέσει να επιτελέσει ποτέ τον αυτοτελή μορφωτικό του ρόλο. Κι ακόμη, όσο εκπαιδευτές και εκπαιδευόμενοι υποχρεούνται να αντιμετωπίζουν τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σαν προθάλαμο για τη μετάβαση στην Τριτοβάθμια τόσο το βάρος της εκπαίδευσης θα κλίνει προς την προετοιμασία για τον συγκεκριμένο σκοπό.
 
Που σημαίνει προσπάθεια για αποστήθιση της διδακτέας ύλης και έμφαση στην εκμάθηση τεχνικών και μεθόδων για τη μεγιστοποίηση των επιδόσεων στις εισαγωγικές εξετάσεις. Με τα φροντιστήρια και την παραπαιδεία γενικώς να ανθούν στην Ελλάδα και τη δημιουργική έκφραση και την κριτική ικανότητα φυσικά να μαραζώνουν. Το ακαδημαϊκό απολυτήριο, το Γαλλικό baccaloréat και το γερμανικό Abitur αποτελούν δοκιμασμένα και με εξαιρετικά αποτελέσματα εκπαιδευτικά συστήματα που θα μπορούσαν να είναι πρότυπο για μια πραγματική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Η μη αυτοτελής λειτουργία του Λυκείου όμως και η επιμονή στο σύστημα των γενικών εισαγωγικών εξετάσεων έχουν αρνητικές επιπτώσεις και στην ποιότητα των σπουδών στα Πανεπιστήμια. Καθώς κατέχουμε ως χώρα την παγκόσμια πρωτοτυπία τα κριτήρια της επιλογής των υποψήφιων φοιτητών, αλλά και ο μέγιστος αριθμός που ένα Πανεπιστήμιο μπορεί να εκπαιδεύσει, να μην καθορίζονται από τα ίδια τα ιδρύματα υποδοχής, αλλά από εξωγενείς θεσμούς και παράγοντες. Με αποτέλεσμα στις σχολές των ΑΕΙ να μην εισάγονται ούτε όσοι το επιθυμούν ούτε όμως και όσοι αποδεδειγμένα είναι ικανοί να σπουδάσουν στα συγκεκριμένα επιστημονικά πεδία. Τα οποία ασφαλώς και απαιτούν ιδιαίτερες κλίσεις και δεξιότητες, οι οποίες πάντως δεν ελέγχονται καθόλου. Στο όνομα του αδιάβλητου χαρακτήρα των γενικών εξετάσεων, θυσιάζονται τόσο ο μορφωτικός ρόλος του Λυκείου όσο όμως και το επίπεδο των σπουδών στα Πανεπιστήμια. Λες και δεν μπορεί να εφαρμοστεί ένα διαφανές και αδιάβλητο σύστημα εισαγωγής στα ΑΕΙ είτε με ευθύνη των ιδίων είτε και σε συνεργασία με την πολιτεία.
 
Είναι πλέον γενική παραδοχή ότι το ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα έχει εξαντλήσει τα όριά του. Αντί λοιπόν να αναζητούμε τρόπους για να βελτιώσουμε ένα λάθος σύστημα, μήπως ήρθε η ώρα να κινηθούμε στην κατεύθυνση της μεγάλης αλλαγής; Αλλωστε, όπως λένε, είναι προτιμότερο να κινείσαι κατά προσέγγιση στη σωστή κατεύθυνση, παρά με μεγάλη ακρίβεια στη λάθος…
…………………………………………………………………………………………………………….
* Πρύτανης ΑΠΘ

efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου