Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2017

ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΔΙΚΤΥΟ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ




ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΔΙΚΤΥΟ ΔΟΜΩΝ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ
              
  Στις 26-10-2017, σε ημερίδα του Υπουργείου Παιδείας, παρουσιάστηκε προσχέδιο νόμου δημιουργίας «νέων» δομών υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου, στην οποία δεν κλήθηκε καμία, υπό συγχώνευση, δομή, ούτε η Ομοσπονδία του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού Ειδικής Αγωγής (ΠΟΣΕΠΕΕΑ) που εκπροσωπεί την πλειοψηφία των εργαζομένων (μονίμων και αναπληρωτών) στα ΚΕΔΔΥ.
                Το προσχέδιο προκρίνει την αναγκαιότητα αναπροσανατολισμού της εκπαιδευτικής πολιτικής και επαναπροσδιορισμού και αναδιάρθρωσης των δομών με όχημα:
α) την προώθηση της αποκέντρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και τη διεύρυνση της παιδαγωγικής αυτονομίας-ελευθερίας της σχολικής μονάδας, με την αναβάθμιση των αρμοδιοτήτων του συλλόγου διδασκόντων, των Διευθυντών και του Σχολικού Συμβουλίου,
β) τη δημιουργία νέων δομών υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου (ΠΕΚΕΣ, ΚΕΣΥ, ΚΕΑ), με συγχώνευση-κατάργηση υπαρχουσών δομών-οργάνων-αρμοδιοτήτων (σχολικοί σύμβουλοι, υπεύθυνοι προγραμμάτων υγείας-περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, ΚΕΔΔΥ, ΣΣΝ, ΚΕΣΥΠ, ΚΕΠΛΗΝΕΤ).
                Με μια πρώτη ματιά, ο «εκδημοκρατισμός» και η «αποκέντρωση» που ευαγγελίζεται το προσχέδιο νόμου φαντάζουν ως μια δελεαστική πρόκληση προς το υπάρχον σύστημα, ενεργοποιώντας τη συλλογικότητα, την προσωπική ευθύνη, αλλά και τη δημιουργικότητα καθενός από τους συμμετέχοντες στην εκπαιδευτική πράξη (εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές, υπάρχουσες και νέες εκπαιδευτικές δομές και θεσμοί, τοπική κοινωνία).
                Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ανάγνωση, με τη ματιά των δρώντων μέσα στην εκπαιδευτική κοινότητα, καταδεικνύει τη μετακύληση ευθυνών (όσων λαθών έχουν υπάρξει, του σχεδιασμού μιας νέας εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής και της επίλυσης των σύγχρονων, αλλά και διαχρονικών προβλημάτων της Παιδείας) από το Υπουργείο και το Ι.Ε.Π., στους ώμους των εργαζόμενων στην πρώτη γραμμή και μάλιστα με απαξιωτικό τρόπο, μειώνοντας και υποβιβάζοντας, συλλήβδην, τον αγώνα που έχουν δώσει και δίνουν όσοι πασχίζουν να στηρίξουν τη δημόσια παιδεία, χωρίς, επί της ουσίας, θεσμική στήριξη από την Πολιτεία, υλικοτεχνική βοήθεια και ικανή στελέχωση.
                Το προσχέδιο νόμου λέει: «Η πρόταση προσανατολίζεται στην αντικατάσταση ενός συστήματος, που εξάντλησε ό,τι θετικό είχε να δώσει, ανταποκρινόμενο, στο βαθμό που μπόρεσε, στις ανάγκες προηγούμενων εποχών, με έντονο τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα, μεταφέροντας μοιραία τις όποιες αδυναμίες και σκοπιμότητες στο εκπαιδευτικό σύστημα». Ερωτούμε:
α) βάσει ποιων μελετών-στοιχείων-στατιστικών διατυπώνονται τέτοιοι αφορισμοί και καταργείται το υπάρχον σύστημα;
β) ποιες συνθήκες δεν επέτρεψαν στις υπάρχουσες δομές να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους;
γ) ποιες συνθήκες οδήγησαν ή/και καλλιέργησαν τον προσωποκεντρικό χαρακτήρα του συστήματος και τη «χρησιμοποίησή» του για την επίτευξη προσωπικών σκοπιμοτήτων;
Η απουσία επιστημονικών μελετών αποτίμησης ενός παραχθέντος έργου έχει ως αποτέλεσμα, οι εκάστοτε «μεταρρυθμίσεις» να βασίζονται στα «έτσι νομίζω, ακούω, θεωρώ, έχω διαβάσει, έτσι δουλεύουν στο εξωτερικό» και οι προτεινόμενες λύσεις να είναι εμβαλωματικές-ευκαιριακές-συντεχνιακές και σε κάθε περίπτωση ανεφάρμοστες στην ελληνική πραγματικότητα και στις ελληνικές συνθήκες-δυνατότητες (θεσμικές-επιστημονικής κατάρτισης-οικονομικές).
Επίσης, η απουσία μιας σαφούς προτυποποίησης των διαδικασιών δεν έχει επιτρέψει στις παρεχόμενες υπηρεσίες (διδακτικές και υποστηρικτικές) να είναι παντού της αυτής ποιότητας, με αποτέλεσμα αυτές να εξαρτώνται από τη γνώση-μεράκι-δημιουργικότητα-φιλότιμο-ενδιαφέρον ή από την άγνοια-αδιαφορία-αναλγησία-χρησιμοθηρία του καθενός.
Το ίδιο θα συμβεί και με τις νέες υποστηρικτικές δομές, αφού ο τρόπος λειτουργίας τους (στόχοι, κανονισμός λειτουργίας, στελέχωση, επιμόρφωση, εργαλεία, συντονισμός), καθώς και άλλες αδήριτες ανάγκες-παράμετροι (στέγαση, υλικοτεχνική υποδομή, χρηματοδότηση, μισθοδοσία, διοίκηση κ.α.) επαφίενται στο μέλλον και στην έκδοση Υ.Α., οι οποίες, ως γνωστόν, αλλάζουν εύκολα, σύμφωνα με τις εκάστοτε συγκυρίες-πιέσεις, οι οποίες είναι συνήθως αρνητικές.  Και ερωτούμε:
Ποιος μελλοντικός προϊστάμενος των ΚΕΣΥ θα έχει γνώσεις διαφοροδιάγνωσης, αναπηριών, ψυχοπαθολογίας, συμβουλευτικής, παιδαγωγικής, νέων τεχνολογιών, επαγγελματικού προσανατολισμού, νομοθεσίας (διοικητικής, εκπαιδευτικής και προνοιακής), ώστε να είναι επιστημονικός υπεύθυνος όλων των εμπλεκόμενων ειδικοτήτων (κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων, εκπαιδευτικών, λογοθεραπευτών, παιδοψυχιάτρων, ειδικών συμβουλευτικής, επαγγελματικού προσανατολισμού, πληροφορικής κ.α.); και σε ποιο χρόνο θα μπορεί να ασκεί την πληθώρα των καθηκόντων του (διοικητικά –μισθολογικά, άδειες, επίβλεψη παρουσιών, ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, έκδοση διοικητικών εγγράφων, μέριμνα υλικοτεχνικής υποδομής-, επιστημονικά-παιδαγωγικά –εποπτεία, συνεχείς συνεδριάσεις, έλεγχος γνωματεύσεων, συνεργασίες-λογοδοσία-προτάσεις-εκπαίδευση νέων ειδικών-), για ένα ιδιαίτερα αυξημένο αριθμητικά και επιστημονικά προσωπικό, αφού συνενώνονται 4 δομές και διοικητικά θα υπάγονται και τα ΚΕΑ στα ΚΕΣΥ;  
Πως είναι δυνατόν, και σε ποιο χρόνο, τα ΚΕΣΥ θα λειτουργήσουν υποστηρικτικά αφού:
α) δεν θα μετέχουν στο σχεδιασμό της παιδαγωγικής δράσης των σχολικών μονάδων (εκ των υστέρων; πυροσβεστικά; με «μαγικό ραβδί»;), καθώς η οποιαδήποτε συμβουλευτική βασίζεται στην εγκαθίδρυση σχέσης εμπιστοσύνης, στη διαλεκτική, στην αλληλοτροφοδότηση;
β) καταργείται, επί της ουσίας, η διάγνωση των αιτιών των σχολικών δυσκολιών ενός μαθητή (αντιληπτικοί, συναισθηματικοί, ψυχικοί, αναπτυξιακοί, κοινωνικοί, οικογενειακοί λόγοι;),
γ) δεν θα μπορούν εκ των πραγμάτων να έχουν γνώση της κουλτούρας της κάθε σχολικής μονάδας (300-600 σχολεία/ανά ΚΕΔΔΥ της Αττικής, ΚΕΔΔΥ περιφέρειας και δη νησιωτικής, απουσία εξόδων μετακίνησης),
Με ποια διαδικασία, οι μαθητές θα προσέρχονται για αξιολόγηση στα ΚΕΣΥ (αποκλειστική παραπομπή από τα σχολεία; τους γονείς; τους περιφερειακούς συντονιστές των ΠΕΚΕΣ;) ;
Βάσει ποιων κριτηρίων θα συναποφασίζεται με τη σχολική κοινότητα η κατάταξη, η εγγραφή σε κατάλληλα σχολ. πλαίσια, ο τρόπος εξέτασης (προφορικά ή γραπτά), η διαφοροποίηση της διδασκαλίας, η χρήση τεχνολογικών βοηθημάτων κ.λπ. Για κάθε παιδί που θα αξιολογείται, η διεπιστημονική ομάδα θα μεταβαίνει στο αντίστοιχο σχολείο και θα διαπραγματεύεται;
Σε ποιο χρόνο θα γίνεται η ανίχνευση των πιθανών φραγμών στη μάθηση για το σύνολο των μαθητών της σχολικής κοινότητας και, εν πάσει περιπτώσει, για ποιο λόγο, αφού ποτέ η εμπειρία και τα στατιστικά δεδομένα που έχουν συσσωρευτεί εδώ και 17 χρόνια στα ΚΕΔΔΥ δεν αξιοποιήθηκαν (ακόμα και για ερευνητικούς σκοπούς) από την ηγεσία του ΥΠΠΕΘ και το Ι.Ε.Π. για τη βελτίωση του συστήματος;
Σε ποιο χρόνο θα γίνονται οι επιμορφωτικές δράσεις (και όλα τα υπόλοιπα) και με ποιο προσωπικό;
Πως θα στεγαστούν και με ποια υλικοτεχνική υποδομή-χρηματοδότηση θα λειτουργήσουν τα ΚΕΣΥ, όταν τα ΚΕΔΔΥ δεν διαθέτουν ήδη τα στοιχειώδη για να δουλέψουν (ανεπαρκείς και ενοικιαζόμενοι χώροι, πεπαλαιωμένη-άχρηστη υλικοτεχνική υποδομή –φαξ, φωτοτυπικά, Η/Υ-, έλλειψη χρηματοδότησης),
Που θα στεγαστούν και με ποια υλικοτεχνική υποδομή-χρηματοδότηση, θα λειτουργήσουν τα ΠΕΚΕΣ και τα ΚΕΑ, όταν ήδη δεν υπάρχουν χώροι και επαρκής-αξιόπιστη υλικοτεχνική υποδομή και στελέχωση,
Με ποιο προσωπικό θα λειτουργήσουν τα ΚΕΣΥ, όταν κατά 70% περίπου τα ΚΕΔΔΥ λειτουργούν με αναπληρωτές, για τους οποίους δεν γίνεται καμία σαφής μνεία-πρόνοια[1] και οι οποίοι προσφέρουν ανελλιπώς τις υπηρεσίες τους στην Ειδική Αγωγή, εδώ και μια 10ετία;
Τι μέλλει γενέσθαι με το Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό των ΚΕΣΥ, όταν για να εργαστούν σ’ αυτά θα πρέπει να έχουν κατ’ ελάχιστον μια τριετία διδακτικής εμπειρίας, την οποία εκ των καθηκόντων τους δεν έχουν; Θα αντικατασταθούν σταδιακά από εκπαιδευτικούς με δεύτερο πτυχίο; Και τι θα γίνει με τους αναπληρωτές Ε.Ε.Π., θα αντικατασταθούν με επιστήμονες «δεύτερης κατηγορίας» που θα προσλαμβάνονται από τον ΟΑΕΔ, με 490€, ή η πρόσληψή τους θα ανατεθεί στους Δήμους και θα γίνεται ανάλογα με τα οικονομικά τους (βλ. παραδείγματα Αγγλίας, ΗΠΑ κ.α.);  
Τι θα γίνει με όσες ειδικότητες δεν θα περιλαμβάνονται στη νέα δομή; Θα καταργηθούν σταδιακά οι ελάχιστοι και απολύτως απαραίτητοι για τη διαφοροδιάγνωση παιδοψυχίατροι και οι ειδικοί για θέματα τύφλωσης-κώφωσης-κινητικών αναπηριών;
Καταργούνται οι ΕΔΕΑΥ, η Παράλληλη Στήριξη και η κατ’ οίκον εκπαίδευση, αφού δεν αναφέρονται πουθενά;
Με ποια κριτήρια θα ορίζονται οι οργανικές θέσεις των ΚΕΣΥ; βάσει του μεγέθους του εξυπηρετούμενου πληθυσμού, των ποσοστών ειδικών αναγκών, αναπηρίας, παθολογίας-παραβατικής συμπεριφοράς, σχολικής βίας, σχολικής εγκατάλειψης; και βάσει ποιων στατιστικών στοιχείων; 
Το 17σέλιδο, ανυπόγραφο, αυτό κείμενο φαντάζει ως μια λιγότερο κάθετη εκδοχή του νομοσχεδίου της κας Διαμαντοπούλου του 2011, το οποίο καταργούσε, εν μία νυκτί, τα ΚΕΔΔΥ, ΣΣΝ, ΚΕΣΥΠ, ΚΕΠΛΗΝΕΤ. Ωστόσο, και αυτό το σχέδιο νόμου φαίνεται ότι θα παραμείνει ανεφάρμοστο και οι νέες υποστηρικτικές δομές (με εξωπραγματικούς-ανεφάρμοστους στόχους), τελικά, θα καταλήξουν ανενεργές ή θα προσανατολιστούν στο επείγον, όπως και τα ΚΕΔΔΥ, γιατί οι εμπνευστές του:
1. δεν κατανοούν ότι το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα δημιουργεί την πλειοψηφία των μαθησιακών δυσκολιών ή τα προβλήματα ένταξης, με την ανέφικτη διδακτέα ύλη, τα εκτός πραγματικότητας βιβλία, την ανελαστική δόμηση του εκπαιδευτικού συστήματος και της διδασκαλίας, την μη-αξιοποίηση εργαλείων που έχουν εκπονηθεί από τα πανεπιστήμια, την απουσία ή την πλημμελή προσέγγιση της ειδικής αγωγής από τις παιδαγωγικές-καθηγητικές πανεπιστημιακές σχολές κ.α., 
2. αγνοούν το βάθος και τη φύση των προβλημάτων των σημερινών μαθητών (κατακόρυφη αύξηση του αυτισμού, της ΔΕΠ-Υ, των σοβαρών διαταραχών συμπεριφοράς και ψυχικής υγείας, της ενδοοικογενειακής, κοινωνικής και σχολικής βίας, αλλαγή τρόπου μάθησης των μαθητών –από την ακουστικογλωσσική μάθηση στην οπτική- κ.α.),
3. δεν προτάσσουν την πρόληψη, αλλά τη «θεραπεία», των «σχολικών» δυσκολιών (μιλούν για υποστηρικτικές δομές και όχι α) για μια σοβαρή στήριξη-αναδιάρθρωση της προσχολικής αγωγής και δημοτικής εκπαίδευσης, με π.χ. τοποθέτηση λογοθεραπευτών, εργοθεραπευτών στα νηπιαγωγεία-δημοτικά, β) για τη φοίτηση των μαθητών, βάσει της γνωστικής-γλωσσικής και κοινωνικής τους ωρίμανσης σε κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης, γ) για νέες υποστηρικτικές δομές εντός των σχολείων -τμήματα ειδικής αγωγής ή προενταξιακών τάξεων στο δημοτικό και στο γυμνάσιο για τους μαθητές στην «γκρίζα ζώνη», τη θέσπιση νέων θεσμών, π.χ. βοηθού δασκάλου κ.α.)
4. πιστεύουν ότι όλες οι «σχολικές» δυσκολίες μπορούν να λυθούν μόνο με παιδαγωγικά μέσα και εντός σχολείου, με την «μαγική» υποστήριξη εξωγενών προς τη σχολική κοινότητα δομών,
5. αγνοούν, σκοπίμως ή απαξιωτικά, το έργο, την εμπειρία, τις γνώσεις, τις προτάσεις των υφιστάμενων δομών (ενσωμάτωση χιλιάδων μαθητών με αναπηρίες στη γενική εκπαίδευση, δημιουργία εκατοντάδων Τ.Ε. και δεκάδων νέων ΣΜΕΑΕ κυρίως στη Β/θμια Εκπ/ση, ομιλίες, ευαισθητοποίηση κοινότητας, ομάδες γονέων, προστασία μαθητών, καθοδήγηση γονέων, συνεργασίες με άλλους φορείς κ.α.),
6. αγνοούν τη διεπιστημονικότητα, η οποία είναι η βάση της αξιοπιστίας των ΚΕΔΔΥ, την οποία επιβεβαιώνει η απαίτηση σχολείων και γονέων για αξιολόγηση των μαθητών αποκλειστικά από τα ΚΕΔΔΥ,
7. δεν έχουν πρόταση για μια, εκ βάθρων, αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος (ρεαλιστικοί εκπαιδευτικοί στόχοι ανά ηλικία, εναλλακτικές μορφές διδασκαλίας, πρόσφορα βιβλία που να λαμβάνουν υπόψη το γνωστικό, γλωσσικό, συναισθηματικό υπόβαθρο των σημερινών μαθητών, πρόνοια για εκπαίδευση εντός του σχολείου και όχι από την οικογένεια και από δομές παραπαιδείας, κ.α.).
Συνάδελφοι, πρέπει να ζητήσουμε μετ’ επιτάσεως από το Υπουργείο Παιδείας και το ΙΕΠ να κληθούμε σε μια απ’ ευθείας διαβούλευση για τις νέες υποστηρικτικές δομές και να λάβουν υπόψη τη συσσωρρευθείσα εμπειρία των ΚΕΔΔΥ και των άλλων προς συγχώνευση δομών, πριν πάρουν τις οποιεσδήποτε αποφάσεις.
Επίσης, θα πρέπει να απαιτήσουμε επί τέλους να προηγούνται των εκάστοτε αλλαγών-μεταρρυθμίσεων κ.α. σοβαρές επιστημονικές έρευνες (οι οποίες και να δημοσιεύονται), βάσει των οποίων να σχεδιάζονται εφεξής, οι όποιες αναδιαρθρώσεις στην Παιδεία, με σαφείς και ρεαλιστικούς στόχους.
Αν δεν υπάρχει μακρόπνοος σχεδιασμός (τι είδους πολίτες θέλουμε να προετοιμάσουμε για το μέλλον) και αν οι όποιες παρεμβάσεις δεν βασίζονται στην πρόληψη, το οποιοδήποτε δίκτυο δομών υποστήριξης θα καταστεί ανενεργό εν τη γενέσει του.    


ΚΕΔΔΥ Γ’ ΑΘΗΝΑΣ
20-11-2017


[1] η ύπαρξή τους υπονοείται στην παράγραφο του συλλόγου εκπαιδευτικού προσωπικού των ΚΕΣΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου