Οι αποφάσεις του ΣτΕ δεν υποχρεώνουν το
υπουργείο Οικονομικών στη γενική εφαρμογή τους παρά μόνον για τις
συγκεκριμένες υποθέσεις -και κατ' επέκταση για τους συγκεριμένους
φορολογούμενους- στις οποίες αφορά η προσφυγή, διευκρινίζει με εγκύκλιο
το υπουργείο ανοίγοντας ουσιαστικά το δρόμο για μη καθολική εφαρμογή των
αποφάσεων Ανώτατων Δικαστηρίων για μισθολογικά και όχι μόνο θέματα.
Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να κερδίσει αν μη τι άλλο χρόνο, ώστε να περιορίσει ή τουλάχιστον να «απλώσει» μέσα στα επόμενα έτη το δημοσιονομικό κόστος των αποφάσεων για προσφυγές που έχουν ήδη κατατεθεί ή θα κατατεθούν στο μέλλον.
Την εγκύκλιο το υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε με αφορμή δύο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τη φορολόγηση του επιδόματος βιβλιοθήκης των πανεπιστημιακών και του επιδόματος αλλοδαπής των πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου.
Η απόφαση του ΣτΕ για το επίδομα βιβλιοθήκης προέβλεπε ότι δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υποβάλλεται σε φόρο, παροχή που καταβάλλεται σε μισθωτό για να καλύψει δαπάνες του για την εκτέλεση της υπηρεσίας του.
Για το επίδομα αλλοδαπής των πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου, για μετάβαση στο εξωτερικό για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών, το ΣτΕ έκρινε ότι δεν επιτρέπεται να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.
Στην εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών διευκρινίζονται τα ακόλουθα: «Η διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών είναι υποχρεωμένη από το Σύνταγμα να συμμορφώνεται με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όσον αφορά τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδίδονται κατά την αναιρετική διαδικασία, αυτές ισχύουν, ως γνωστό, μεταξύ των διαδίκων και εφαρμόζονται από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Οικονομικών.»
» Επομένως, οι αποφάσεις 29/2014 και 1840/2013 του ΣτΕ σαν αναιρετικές αναφέρονται σε συγκεκριμένους φορολογούμενους και δίνουν λύσεις σε συγκεκριμένες υποθέσεις, χωρίς να υποχρεώνουν τη διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών σε γενική αποδοχή τους».
Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να κερδίσει αν μη τι άλλο χρόνο, ώστε να περιορίσει ή τουλάχιστον να «απλώσει» μέσα στα επόμενα έτη το δημοσιονομικό κόστος των αποφάσεων για προσφυγές που έχουν ήδη κατατεθεί ή θα κατατεθούν στο μέλλον.
Την εγκύκλιο το υπουργείο Οικονομικών εξέδωσε με αφορμή δύο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκριναν αντισυνταγματικές τις διατάξεις για τη φορολόγηση του επιδόματος βιβλιοθήκης των πανεπιστημιακών και του επιδόματος αλλοδαπής των πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου.
Η απόφαση του ΣτΕ για το επίδομα βιβλιοθήκης προέβλεπε ότι δεν αποτελεί προσαύξηση μισθού και δεν υποβάλλεται σε φόρο, παροχή που καταβάλλεται σε μισθωτό για να καλύψει δαπάνες του για την εκτέλεση της υπηρεσίας του.
Για το επίδομα αλλοδαπής των πολιτικών υπαλλήλων του Δημοσίου, για μετάβαση στο εξωτερικό για εκτέλεση υπηρεσίας ή με ειδική αποστολή για χρονικό διάστημα άνω των τριάντα ημερών, το ΣτΕ έκρινε ότι δεν επιτρέπεται να υπόκειται σε φόρο εισοδήματος.
Στην εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών διευκρινίζονται τα ακόλουθα: «Η διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών είναι υποχρεωμένη από το Σύνταγμα να συμμορφώνεται με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Όσον αφορά τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που εκδίδονται κατά την αναιρετική διαδικασία, αυτές ισχύουν, ως γνωστό, μεταξύ των διαδίκων και εφαρμόζονται από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Οικονομικών.»
» Επομένως, οι αποφάσεις 29/2014 και 1840/2013 του ΣτΕ σαν αναιρετικές αναφέρονται σε συγκεκριμένους φορολογούμενους και δίνουν λύσεις σε συγκεκριμένες υποθέσεις, χωρίς να υποχρεώνουν τη διοίκηση του Υπουργείου Οικονομικών σε γενική αποδοχή τους».
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου